κατόρθωσις

κατόρθωσις
κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ]
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωση («δικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση τού καθήκοντος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατόρθωσις — setting straight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσει — κατόρθωσις setting straight fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατορθώσεϊ , κατόρθωσις setting straight fem dat sg (epic) κατόρθωσις setting straight fem dat sg (attic ionic) κατορθόω set upright aor subj act 3rd sg (epic) κατορθόω set upright fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεις — κατόρθωσις setting straight fem nom/voc pl (attic epic) κατόρθωσις setting straight fem nom/acc pl (attic) κατορθόω set upright aor subj act 2nd sg (epic) κατορθόω set upright fut ind act 2nd sg κατορθόω set upright aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεσι — κατόρθωσις setting straight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσιας — κατόρθωσις setting straight fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσιος — κατόρθωσις setting straight fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόρθωσιν — κατόρθωσις setting straight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՈՒՂՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0548 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. εὑθύτης, κατόρθωσις, διόρθωσις rectitudo, directio. Ուղիղն գոլ՝ յոր եւ իցէ կարգի, նիւթապէս կամ բարոյապէս. շիտակութիւն, շըտկութիւն. ... *Ուղղութիւն եւ ծռութիւն, եւ որ ինչ սոցին նման է.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατορθώσεων — κατορθώσεω̆ν , κατόρθωσις setting straight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεως — κατορθώσεω̆ς , κατόρθωσις setting straight fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”