- κατόρθωσις
- κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ]επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)αρχ.1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη2. εδραίωση, στερέωση («δικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση τού καθήκοντος.
Dictionary of Greek. 2013.